πρωτότυπος

πρωτότυπος
-η, -ο
1. ο πρώτος, ο αρχικός τύπος άλλων πραγμάτων: Πρωτότυπο έγγραφο.
2. αυτός που δεν είναι απομίμηση, αντιγραφή ή μετάφραση άλλου: Πρωτότυπο λογοτεχνικό έργο.
3. αυτός που λέγεται ή γίνεται για πρώτη φορά, νέος, ιδιότυπος: Πρωτότυπη θεωρία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρωτότυπος — original masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτότυπος — η, ο / πρωτότυπος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αποτελεί τον πρώτο, τον αρχικό τύπο άλλων πραγμάτων, αρχέτυπο 2. το ουδ. ως ουσ. το πρωτότυπο το πρώτο που έγινε, το αρχέτυπο από το οποίο παράγονται όλα τα άλλα νεοελλ. 1. αυτός που δεν αποτελεί απομίμηση… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοτύπως — πρωτότυπος original adverbial πρωτότυπος original masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτότυπον — πρωτότυπος original masc/fem acc sg πρωτότυπος original neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοτύποιο — πρωτότυπος original masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοτύποις — πρωτότυπος original masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοτύπου — πρωτότυπος original masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοτύπους — πρωτότυπος original masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοτύπων — πρωτότυπος original masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοτύπῳ — πρωτότυπος original masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”