πρωτότυπος — original masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτότυπος — η, ο / πρωτότυπος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αποτελεί τον πρώτο, τον αρχικό τύπο άλλων πραγμάτων, αρχέτυπο 2. το ουδ. ως ουσ. το πρωτότυπο το πρώτο που έγινε, το αρχέτυπο από το οποίο παράγονται όλα τα άλλα νεοελλ. 1. αυτός που δεν αποτελεί απομίμηση… … Dictionary of Greek
πρωτοτύπως — πρωτότυπος original adverbial πρωτότυπος original masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτότυπον — πρωτότυπος original masc/fem acc sg πρωτότυπος original neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτύποιο — πρωτότυπος original masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτύποις — πρωτότυπος original masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτύπου — πρωτότυπος original masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτύπους — πρωτότυπος original masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτύπων — πρωτότυπος original masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτύπῳ — πρωτότυπος original masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)